κοιμίζω — put to sleep pres subj act 1st sg κοιμίζω put to sleep pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζω — κοιμίζω, κοίμισα, κοιμισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοιμίζω — και κοιμάω κοίμισα και κοίμησα, κοιμισμένος 1. κάνω κάποιον να αποκοιμηθεί: Θα κοιμίσει το μωρό και θα έρθει. 2. καθησυχάζω, καλμάρω: Το φάρμακο αυτό κοιμίζει τους πόνους. 3. η μτχ., κοιμισμένος άνθρωπος νωθρός και καθυστερημένος διανοητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek
κοιμίζῃ — κοιμίζω put to sleep pres subj mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres ind mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίσω — κοιμίζω put to sleep aor subj act 1st sg κοιμίζω put to sleep fut ind act 1st sg κοιμίζω put to sleep aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοιμισμένον — κοιμίζω put to sleep perf part mp masc acc sg κοιμίζω put to sleep perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοιμισμένων — κοιμίζω put to sleep perf part mp fem gen pl κοιμίζω put to sleep perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοίμικεν — κοιμίζω put to sleep perf ind act 3rd sg κοιμίζω put to sleep plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζει — κοιμίζω put to sleep pres ind mp 2nd sg κοιμίζω put to sleep pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζον — κοιμίζω put to sleep pres part act masc voc sg κοιμίζω put to sleep pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)